- αναμερίζω
- (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ)νεοελλ.1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ2. τακτοποιώ, συγυρίζω3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, -η, -οπεριφρονημένοςαρχ.διαιρώ, διαχωρίζω, διακρίνω.
Dictionary of Greek. 2013.